αλευθέρωτος

αλευθέρωτος
αλευθέρωτος, -η, -ο και αλευτέρωτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε: Όταν γεννήθηκα, η Μακεδονία ήταν ακόμη αλευτέρωτη.
2. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από κάποια υποχρέωση ή κάποιο βάρος: Έμενε πάντα αλευτέρωτος από οικογενειακές υποχρεώσεις.
3. εκείνη που δε γέννησε ακόμη: Αλευτέρωτη είχε χάσει τον άντρα της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλευθέρωτος — και αλευτέρωτος, η, ο [λευθερώνω, λευτερώνω] 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε, που εξακολουθεί να ζει σε κατάσταση δουλείας 2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από το φορτίο ή τις υποχρεώσεις του 3. (για εγκύους) αυτή που δεν γέννησε ακόμη …   Dictionary of Greek

  • αλευτέρωτος — η, ο βλ. αλευθέρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”