- αλευθέρωτος
- αλευθέρωτος, -η, -ο και αλευτέρωτος, -η, -ο1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε: Όταν γεννήθηκα, η Μακεδονία ήταν ακόμη αλευτέρωτη.2. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από κάποια υποχρέωση ή κάποιο βάρος: Έμενε πάντα αλευτέρωτος από οικογενειακές υποχρεώσεις.3. εκείνη που δε γέννησε ακόμη: Αλευτέρωτη είχε χάσει τον άντρα της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.